τρίσβαθος

τρίσβαθος
η , ο[ν] 1. глубочайший;
2.:

τα τρίσβαθοςα — тайники души


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρίσβαθος" в других словарях:

  • τρίσβαθος — η, ο επίρρ. α πάρα πολύ βαθύς, βαθύτατος, άπατος: Ο τρίσβαθος ωκεανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίσβαθος — η, ο, Ν 1. πολύ βαθύς, βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ. β. «η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του», Σολωμ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το τρίσβαθο και τα τρίσβαθα το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος («τό χε θάψει στα τρίσβαθα… …   Dictionary of Greek

  • ενέρτερος — ἐνέρτερος, α, ον (Α) (συγκρ. τού ἔνερος, οι) 1. αυτός που βρίσκεται πιο βαθιά, πιο κάτω, πιο υποχθόνιος, τρίσβαθος («καὶ κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων», Ομ. Ιλ.) 2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐνέρτεροι οι ένεροι, οι υποχθόνιοι, οι… …   Dictionary of Greek

  • τρίσβαθο — το, Ν βλ. τρίσβαθος …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»